- κρωβύλον
- κρωβύλοςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κρώβυλον — Κρώβυλος roll masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρώβυλον — κρώβυλος roll masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CAPILLOS ornandi ratio — non una semper fuit. Triplex olim maxime celebris, tangitur Clementi in Canonibus: Οὐκ ἔξ εςτί ςοι τρέφειν τὰς τρίκας τῆς κεφαλῆς, καὶ ποιεῖν εἰς ἓν, ὃ ἐςτὶ ςπατάλιον, ἢἀπόχυμα, ἢ μεμερισμένην τηρεῖν. Una nempe erat, cum crinis colligebatur et in … Hofmann J. Lexicon universale
RETIOLUM — apud Auguustin. Ep. 109. Nec sint vobis tam tenera capitum tegmina, nec retiola subtus appareat: diminutivum est a Rete, et significat fasciam, quae comas colligebat, κρώβυλον. Virgines namque cirratae olim erant, et crinem in vertice… … Hofmann J. Lexicon universale
κρωβύλος — (4ος; αι. π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Άκμασε στις περιόδους της Μέσης και της Νέας κωμωδίας. Έγραψε τα έργα Απαγχομένη, Απολείπουσα και Ψευδοϋποβολιμαίος, αποσπάσματα των οποίων αναφέρονται από τον Αθήναιο. Ήταν πιθανότατα σύγχρονος του ρήτορα Υπερείδη … Dictionary of Greek
τιαροειδής — ές, Α όμοιος με τιάρα («κράνη... κρωβύλον ἔχοντα κατὰ μέσον ἐγγύτατα τιαροειδῆ...», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τιάρα + ειδής*] … Dictionary of Greek